ατημελησία

ατημελησία
η
βλ. ατημέλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… …   Dictionary of Greek

  • αναμελιά — και ανεμελιά, η [ανάμελος] αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Κορμπιέρ, Εντουάρ Γιοακίμ Τριστάν — (Édouard Joachim TristanCorbière, Μορλέ 1845 – 1875). Γάλλος ποιητής. Γιος συγγραφέα μυθιστορημάτων εμπνευσμένων από τη ζωή των ναυτικών, συμμερίστηκε και ο ίδιος το πάθος του πατέρα του. Πέθανε νεότατος και άφησε μόνο μία ποιητική συλλογή, τους… …   Dictionary of Greek

  • Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”